- στριμώχνομαι
- στριμώχνομαι, στριμώχτηκα, στριμωγμένος βλ. πίν. 30
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κουλουκιάζω — στριμώχνομαι σε μια θέση, μαζεύομαι σε μια γωνιά σαν σκυλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουλούκι] … Dictionary of Greek
εντριμώνομαι — (Μ ἐντριμώνομαι) συνωθούμαι, στριμώχνομαι («κι οι φτωχοί εντριμωνόντανε ομπροστά», Λασκαράτ.) … Dictionary of Greek
πήζω — έπηξα, πηγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από υγρό στερεό: Έπηξα το γάλα τυρί. 2. αμτβ., γίνομαι από υγρό στερεό: Και στις ασπίδες έπηζε το κρούσταλλο τριγύρω (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. μτφ., ωριμάζω, φρονιμεύω: Είναι παιδί και το μυαλό του δεν έπηξε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνωστίζομαι — συνωστίστηκα, συνωστισμένος, στριμώχνομαι, παίρνω μέρος σε πυκνή συγκέντρωση: Συνωστίζονταν στη θυρίδα του ταμείου για να πάρουν εισιτήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφίγγω — έσφιξα, σφίχτηκα, σφιγμένος 1. περιβάλλω και πιέζω κάτι γύρω γύρω: Έσφιξε τη μέση της με μια ζώνη. – Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. 2. τραβώ κάτι με δύναμη: Σφίξε τη ζώνη σου. – Σφίξε λίγο τα κορδόνια. 3. πιέζω κάποιον έτσι που να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)